υποσιωπώ

υποσιωπώ
-άω, Α [σιωπῶ]
1. παρέρχομαι σιωπηλά
2. μένω σιωπηλός («ὁπόσοι γινώσκοντες ὑποσιωπῶσι», Αιλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποσιώπησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [ὑποσιωπῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑποσιωπῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”